- διαλυμαίνομαι
- διαλῡμαίνομαι , διαλυμαίνομαιmaltreat shamefullypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαλελύμανται — διαλελύ̱μανται , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully perf ind mp 3rd pl (epic ionic) διαλελύ̱μανται , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυμαινομένων — διαλῡμαινομένων , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully pres part mp fem gen pl διαλῡμαινομένων , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυμαίνῃ — διαλῡμαίνῃ , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully pres subj mp 2nd sg διαλῡμαίνῃ , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυμηνάμενον — διαλῡμηνάμενον , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully aor part mid masc acc sg διαλῡμηνάμενον , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διελυμάνθην — διελῡμάνθην , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) διελῡμάνθην , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιαλυμαίνομαι — Α καταστρέφω κάποιον ή κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαλυμαίνομαι «κακοποιώ, βλάπτω»] … Dictionary of Greek
διαλελυμασμένην — διαλελῡμασμένην , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλελυμασμένης — διαλελῡμασμένης , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλελυμασμένος — διαλελῡμασμένος , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυμαινομένην — διαλῡμαινομένην , διαλυμαίνομαι maltreat shamefully pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)